- επισκοπεύω
- επισκόπευσα, αμτβ., είμαι επίσκοπος ή εκτελώ χρέη επίσκοπου αναπληρώνοντάς τον.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επισκοπεύω — (AM ἐπισκοπεύω) [επίσκοπος] εκτελώ καθήκοντα επισκόπου αρχ. μσν. παρατηρώ, εξετάζω κάτι αρχ. 1. επισκέπτομαι 2. (για στρατηγό) επιθεωρώ … Dictionary of Greek
ἐπισκοπευσάντων — ἐπισκοπεύω aor part act masc/neut gen pl ἐπισκοπεύω aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκοπεύουσι — ἐπισκοπεύω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπισκοπεύω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκοπεύσαντα — ἐπισκοπεύω aor part act neut nom/voc/acc pl ἐπισκοπεύω aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκοπεύειν — ἐπισκοπεύω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκοπεύοντες — ἐπισκοπεύω pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκοπεύοντος — ἐπισκοπεύω pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκοπεύουσαν — ἐπισκοπεύω pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκοπεύσαντας — ἐπισκοπεύω aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκοπεύσαντες — ἐπισκοπεύω aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)